Τα χρονικά ορόσημα που θέτει η Κυβέρνηση παρέρχονται, το ένα μετά το άλλο, με κόστος για την ελληνική οικονομία και τους πολίτες.
Η Κυβέρνηση βάζει, συνεχώς, νέες, δήθεν «κόκκινες γραμμές», τις οποίες πολύ σύντομα διαγράφει.
Ο Πρωθυπουργός υποστήριζε ότι «είναι απολύτως αδύνατον, πρωτογενή πλεονάσματα του ύψους του 3,5% του ΑΕΠ, μετά το 2018, να διατηρηθούν». Και σήμερα συμφωνεί για το αντίθετο.
Ο Υπουργός Οικονομικών υποστήριζε ότι «η Κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται να νομοθετήσει τώρα μέτρα για το 2019 και μετά». Και σήμερα συμφωνεί στο αντίθετο.
Ο Υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης υποστήριζε ότι «δεν είναι στις προθέσεις της Κυβέρνησης η μείωση του αφορολόγητου». Και σήμερα συμφωνεί στο αντίθετο.
Το αποτέλεσμα είναι σήμερα η Κυβέρνηση, στο πλαίσιο της 2ης αξιολόγησης του 3ου Μνημονίου, να διαπραγματεύεται ουσιαστικά το 4ο Μνημόνιο.
Στο μεταξύ όμως, η πολύμηνη καθυστέρηση ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, «φούσκωσε» το λογαριασμό.
Αποδεικνύεται έτσι, για ακόμη μία φορά, ότι η Κυβέρνηση δεν έχει την αίσθηση της επίδρασης του παράγοντα «χρόνος» στην οικονομία.
Τα πρόσφατα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα.
Η καθυστέρηση του 2015 και του 2016 οδήγησε στο 3ο αχρείαστο Μνημόνιο, στους κεφαλαιακούς περιορισμούς που υφίστανται ακόμη και σήμερα, στον οριζόντιο και αυτόματο «κόφτη», στο αιώνιο υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων και σε 9 δισ. ευρώ νέα μέτρα λιτότητας, κυρίως με την αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων.
Επιπλέον, η καθυστέρηση ολοκλήρωσης της τρέχουσας αξιολόγησης προσέθεσε νέα δημοσιονομικά μέτρα, όπως είναι η περικοπή του αφορολόγητου και των συντάξεων, για μετά τη λήξη του προγράμματος, δηλαδή για μετά το 2018.
Ανεβάζοντας το συνολικό λογαριασμό της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στα 12,6 δισ. ευρώ μέτρα.
Είναι σαφές, με την αποδοχή όλων των απαιτήσεων των δανειστών, ότι όχι μόνο δεν «θα έχουμε το τέλος της λιτότητας», αλλά θα έχουμε τη διεύρυνση και την επέκτασή της.
Το αντίμετρο είναι η υποθήκευση του μέλλοντος της χώρας από τους δανειστές για την αναξιοπιστία του παρόντος.
Επίσης όμως, η καθυστέρηση προσέθεσε κόστος και στην πραγματική οικονομία.
Ενδεικτικά:
- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου διογκώθηκαν, μόνο το πρώτο δίμηνο του έτους κατά 500 εκατ. ευρώ, στερώντας πολύτιμη ρευστότητα από την πραγματική οικονομία. Και η εικόνα σίγουρα θα είναι δυσμενέστερη τους επόμενους μήνες.
- Ο εσωτερικός δανεισμός (repos), μέσω του «σκουπίσματος» των ταμειακών διαθεσίμων των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, αυξάνεται συνεχώς, «στεγνώνοντας» την αγορά.
- Το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε και η αγοραστική τους δύναμη συρρικνώθηκε, ακόμη και για βασικά είδη διατροφής, αποτέλεσμα της υπερφορολόγησης των δυο τελευταίων ετών.
- Η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχώρησε, στο χαμηλότερο σημείο από το Σεπτέμβριο του 2013, επιβαρύνοντας, ακόμη περισσότερο, το οικονομικό κλίμα.
- Οι επενδύσεις συρρικνώθηκαν και τα λουκέτα πολλαπλασιάστηκαν.
- Οι εκροές καταθέσεων από τις τράπεζες εντείνονται, παρά τους κεφαλαιακούς περιορισμούς, τα «κόκκινα δάνεια» αυξήθηκαν και το κόστος δανεισμού των τραπεζών διογκώθηκε.
Με λίγα λόγια αβεβαιότητα, έλλειψη εμπιστοσύνης, στέγνωμα της αγοράς και υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων συνθέτουν, σήμερα, την τραγική εικόνα της οικονομίας.
Στο μεταξύ, οι «ωρολογιακές βόμβες» στα θεμέλια της Ελληνικής οικονομίας, όπως είναι οι ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία, η βιωσιμότητα φορέων του Δημοσίου (π.χ. ΔΕΗ), διογκώνονται.
Συμπερασματικά, η χώρα συνεχίζει να πληρώνει πολύ ακριβά την αναποτελεσματικότητα, την αναβλητικότητα, τις παλινωδίες και τις ιδεοληψίες της σημερινής Κυβέρνησης.
Η χώρα χρειάζεται μία άλλη οικονομική πολιτική.
Με εμπροσθοβαρή υλοποίηση διαρθρωτικών αλλαγών και αποκρατικοποιήσεων και αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, στην κατεύθυνση σταδιακής μείωσης της φορολόγησης των πολιτών.
Αυτή την πολιτική η σημερινή Κυβέρνηση δεν μπορεί να την υλοποιήσει.