Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Συζητούμε σήμερα, με μεγάλη καθυστέρηση, στην Επιτροπή Ισολογισμού-Απολογισμού, σε συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία, αγωνίας στην κοινωνία και αναταράξεων στο πεδίο της πολιτικής, τις 3 τελευταίες τριμηνιαίες Εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους για το 2015.
Εκθέσεις οι οποίες καλύπτουν χρονικά το μεγαλύτερο μέρος της μέχρι σήμερα διακυβέρνησης της χώρας από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ.
Και ουσιαστικά, συνιστούν έναν «απολογισμό» των πεπραγμένων της Κυβέρνησης.
Για λόγους συστηματικής αξιολόγησης, το 2015 μπορεί να διαχωριστεί σε 2 υποπεριόδους.
Η πρώτη αφορά το διάστημα μέχρι την υπογραφή του 3ου Μνημονίου.
Και η δεύτερη το διάστημα από την υπογραφή του μέχρι το τέλος του 2015.
Την πρώτη περίοδο, και μέχρι την υπογραφή του Μνημονίου, η Κυβέρνηση:
- Στηρίχθηκε σε εσφαλμένες θεμελιώδεις υποθέσεις.
Υποθέσεις όπως ότι οι απόψεις της θα γίνουν άμεσα και πλήρως αποδεκτές από τους εταίρους και δανειστές ή ότι θα έχουμε οικονομική ενίσχυση από άλλες χώρες.
Τις υποθέσεις αυτές, τις απέρριψε η πραγματικότητα.
- Αγνόησε και αδιαφόρησε για τους Ευρωπαϊκούς κανόνες διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα, εσφαλμένα, να θεωρεί ότι όσο περνάει ο χρόνος, οι εταίροι θα υποχωρούν.
- Παρασύρθηκε από δογματισμούς, εμμονές, μαξιμαλιστική ρητορική, ευθύγραμμες απλοποιητικές προσεγγίσεις.
Όπως επισημαίνει και η 2η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού, «η Κυβέρνηση συντηρούσε ανεδαφικές προσδοκίες».
- Συζητούσε ακατάπαυστα, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, καλλιεργώντας περιβάλλον «δημιουργικής ασάφειας».
- Χρησιμοποίησε τη χώρα ως case study για την εμπειρική επαλήθευση επιστημονικής θεωρίας.
- Κατανάλωσε σημαντικό διαπραγματευτικό κεφάλαιο και χρόνο σε θέματα διαδικαστικά και επουσιώδη, δίνοντας έμφαση στην επικοινωνία και όχι στην ουσία.
- Κινήθηκε στη λογική της εσκεμμένης «πολιτικής διαπραγμάτευσης».
Υποτίμησε την τεχνοκρατική διαπραγμάτευση, για να αποφύγει την αλήθεια των αριθμών, η οποία, με το πέρασμα των μηνών, γινόταν όλο και πιο ζοφερή.
- Προχώρησε στη διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος, μιας εσφαλμένης επιλογής τόσο ως προς το περιεχόμενό της όσο και ως προς το χρόνο πραγματοποίησης, με αποτέλεσμα αυτή η θεωρητικά κορυφαία πολιτική διαδικασία να απαξιωθεί τελείως, να κλείσουν οι τράπεζες και να επιβληθούν κεφαλαιακοί έλεγχοι, να κλονιστεί και να καταστεί θολός – στην πολιτική συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών – ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας μας.
Η 2η τριμηνιαία Έκθεση του Γραφείου Πρϋπολογισμού του Κράτους, επιβεβαιώνει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς για αυτή τη διαπραγματευτική τακτική της Κυβέρνησης και για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας κατά την πρώτη περίοδο διακυβέρνησης της Αριστεράς, μέχρι την υπογραφή του Μνημονίου.
Έτσι, το αποτέλεσμα όλων αυτών των πράξεων και παραλείψεων της Κυβέρνησης ήταν, μέρα με την ημέρα, η κατάσταση να επιβαρύνεται.
Η χώρα πέρασε από τις προβληματικές συνθήκες των τελευταίων ετών σε συνθήκες υψηλού κινδύνου.
Βρέθηκε με πιεστικές και διαρκώς αυξανόμενες χρηματοδοτικές ανάγκες και με διευρυνόμενο δημοσιονομικό κενό.
Σε συνθήκες ύφεσης και χρηματοπιστωτικής ασφυξίας, με κλειστές τράπεζες.
Χωρίς Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, χωρίς χρόνο, χωρίς συμμάχους, χωρίς αξιοπιστία.
Σ’ αυτό το περιβάλλον, η Κυβέρνηση, μέσα από ένα καθοδικό σπιράλ διαρκών αναδιπλώσεων, κατέληξε, με τους εταίρους και δανειστές, στην υπογραφή του 3ου Μνημονίου.
Αποτέλεσμα επώδυνο.
Πιο επώδυνο από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί πριν τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, και πολύ πιο επώδυνο από αυτό που θα μπορούσε να επιτευχθεί πριν από ορισμένους μήνες, στις αρχές του 2015.
Αποτέλεσμα του οποίου την «ιδιοκτησία» έχει η Ελληνική Κυβέρνηση.
«Ιδιοκτησία» για την οποία, επί μήνες, πανηγύριζε.
Όμως, ακόμα κι έτσι, η χώρα πήρε απλώς μια «ανάσα».
Και αυτό απεδείχθη τους επόμενους μήνες.
Κατά την δεύτερη περίοδο, από την υπογραφή του 3ου Μνημονίου μέχρι το τέλος του 2015.
Περίοδος κατά την οποία οι Κυβερνητικές επιδόσεις, σε όλα τα πεδία της πολιτικής, είναι εξαιρετικά αρνητικές.
Με πιο σημαντικό το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δυσκολεύεται, κυρίως με δική της ευθύνη, να ολοκληρώσει την αξιολόγηση.
Αξιολόγηση που θα έπρεπε να είχε κλείσει από τον περυσινό Νοέμβριο.
Αλλά και το γεγονός ότι η Κυβέρνηση επιδεικνύει αξιοζήλευτη σπουδή στη λήψη υφεσιακών μέτρων, όπως είναι η αύξηση των φόρων και η περικοπή των συντάξεων και η μείωση των κοινωνικών επιδομάτων, ενώ από την άλλη καθυστερεί αδικαιολόγητα την προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και την υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Ορθώς, συνεπώς, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, στην 4η Έκθεση, επισημαίνει ότι «χωρίς μεταρρυθμίσεις που δημιουργούν ένα ευνοϊκό κλίμα για την υγιή επιχειρηματικότητα και δεν συσκοτίζονται από αμφίσημες δηλώσεις και αντιφατικές πρακτικές, η χώρα θα εγκλωβιστεί σε συσταλτικά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής, που θα εντείνουν την ύφεση».
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Αυτό τον πρώτο χρόνο της Αριστερής διακυβέρνησης, όπως σε διάφορα σημεία επισημαίνουν και οι Εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού, κατέρρευσαν μύθοι και ψευδαισθήσεις.
Μύθοι που είχαν δημιουργηθεί και ψευδαισθήσεις που είχαν καλλιεργηθεί, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, από τα Κόμματα που στηρίζουν τη σημερινή Κυβέρνηση.
Ενδεικτικά, υπενθυμίζω:
- Υποστήριζαν ότι τα προηγούμενα Μνημόνια θα τα ακύρωναν με ένα Νόμο και ένα Άρθρο.
Σήμερα, έχουν υπογράψει ένα νέο, ιδιαίτερα βαρύ 3ο Μνημόνιο.
- Υποστήριζαν ότι η προηγούμενη Κυβέρνηση δεν διαπραγματευόταν.
Σήμερα αντιλαμβάνονται τις πραγματικές δυσκολίες της διαπραγμάτευσης.
- Υποστήριζαν ότι μέσω της ανακεφαλαιοποίησης, χαρίζονταν χρήματα στους τραπεζίτες.
Σήμερα υλοποίησαν την 3η, και με τους χειρότερους όρους, ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
- Υποστήριζαν ότι μέσω των αποκρατικοποιήσεων, δημόσια περιουσία και πόροι θα μεταβιβάζονταν στη «μαύρη τρύπα» του δημοσίου χρέους.
Σήμερα, όπως αποτυπώνεται και στην Εισηγητική Έκθεση του Κρατικού Προϋπολογισμού για το 2016, η Κυβέρνηση αναφέρεται στα «πολλαπλά οφέλη» των αποκρατικοποιήσεων για την Ελληνική οικονομία, με πρώτο μάλιστα στην καταγραφή, «την άμεση μείωση του δημοσίου χρέους».
- Υποστήριζαν ότι το χρέος είναι επονείδιστο και πρέπει να «κουρευτεί».
Σήμερα, με βάση την απόφαση της Συνόδου Κορυφής για το Ευρώ, της 12ης Ιουλίου 2015, το «κούρεμα» έχει αποκλειστεί ενώ επαναδιατυπώθηκε η δέσμευση των εταίρων για παραμετρικές αλλαγές, που ισχύει από το τέλος του 2012.
Κάτι που επιβεβαίωσε και η χθεσινή συνεδρίαση του Eurogroup.
Η Κυβέρνηση προσγειώθηκε, και σε αυτό το πεδίο, στην πραγματικότητα και θεωρεί ως επιτυχία την εφαρμογή ρυθμίσεων που συζητούνται από τότε.
- Υποστήριζαν ότι το Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είναι πλήρες και κοστολογημένο, περιλαμβάνοντας γενναιόδωρες παροχές ύψους 11 δισ. ευρώ.
Σήμερα, έχουν προχωρήσει ή θα προχωρήσουν στη λήψη νέων δημοσιονομικών μέτρων λιτότητας, ύψους περίπου 6 δισ. ευρώ για την περίοδο 2015-2016.
- Υποστήριζαν ότι θα διαθέσουν 2 δισ. ευρώ, από την πρώτη χρονιά, για την ανθρωπιστική κρίση.
Κατά την 1η περίοδο του 2015, το ποσό έπεσε στα 200 εκατ. ευρώ.
Και τελικά διατέθηκαν μόλις 108 εκατ. ευρώ.
Δεν κατέρρευσαν όμως μόνο μύθοι και ψευδαισθήσεις.
Δυστυχώς, οι ιδεοληψίες, η αβελτηρία, η κακή διαπραγμάτευση, οι παλινωδίες και η αναποτελεσματικότητα της Κυβέρνησης της Αριστεράς επέφεραν τεράστιο, μετρήσιμο κόστος στη χώρα και στην οικονομία.
Όπως καταγράφεται και στις Εκθέσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού.
Ενδεικτικά, το 2015:
- Η οικονομία επέστρεψε στην ύφεση.
- Η τάση αποκλιμάκωσης της ανεργίας συρρικνώθηκε.
- Η δημόσια οικονομία κινείται σε οριακές καταστάσεις.
- Η πραγματική οικονομία, λόγω και των κεφαλαιακών περιορισμών, επιβαρύνθηκε.
- Οι επιχειρηματικές προσδοκίες και η καταναλωτική εμπιστοσύνη επιδεινώθηκαν.
- Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και του ιδιωτικού τομέα προς το Δημόσιο, διογκώθηκαν.
- Οι καταθέσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν.
- Η φτώχεια διογκώθηκε και το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώθηκε.
Τονίζεται, σύμφωνα και με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ότι η σχετική φτώχεια αυξήθηκε κατά 8% το 2015, ενώ είχε μειωθεί κατά 7% το 2014.
Ενώ, μετά από 4 συναπτά έτη µέτρων λιτότητας, το 2014 ήταν το πρώτο έτος δηµοσιονοµικής χαλάρωσης και το διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 1,2%, σε αντίθεση με το 2015 όπου φαίνεται να υπάρχει υποχώρηση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Το ερώτημα που τίθεται, συνεπώς, σήμερα είναι: «τι πρέπει να γίνει από εδώ και μπρος» για να σταθεροποιηθεί και πάλι η κατάσταση και να μπει η χώρα σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης;
Κατά την άποψή μου, η Κυβέρνηση οφείλει να κινηθεί γρήγορα, συνεκτικά και αποτελεσματικά, σε παράλληλους άξονες.
Αυτοί είναι:
- Η ταχεία ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης.
- Η αλλαγή του μίγματος της δημοσιονομικής πολιτικής.
- Η αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
- Η πραγματοποίηση περισσότερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, η υλοποίηση αποκρατικοποιήσεων και η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας.
- Η ενδυνάμωση του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας με την εφαρμογή, σε εθνικό επίπεδο, του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
- Η περαιτέρω ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους, με ρεαλιστικούς τρόπους και ισοδύναμες τεχνικές.
Ακόμη, όμως, και εάν αυτές οι προτεραιότητες υλοποιηθούν, σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα, η οικονομία θα βρεθεί εκεί που ήταν το 2014.
Δηλαδή, με καλές προϋποθέσεις, η χώρα θα έχει καταγράψει περισσότερα από 2 χαμένα χρόνια και πρόσθετες, μεγάλες θυσίες για τους Έλληνες πολίτες.
Δυστυχώς όμως, αυτές οι προϋποθέσεις, σήμερα, δεν υφίστανται και το χειρότερο είναι ότι η Κυβέρνηση δεν δείχνει ικανή να τις διαμορφώσει.