Ο πρόσφατος φονικός σεισμός στην Κω αναδεικνύει το διαχρονικό πολιτικό πρόβλημα της έλλειψης αντισεισμικής θωράκισης
Μόλις πριν από μερικές βδομάδες, μία γυναίκα 43 ετών έχασε τη ζωή της στη Λέσβο από το σεισμό των 6,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, ενώ σημαντικές καταστροφές υπέστη ειδικά το χωριό Βρίσα. Το νέο χτύπημα του Εγκέλαδου στην Κω την περασμένη Παρασκευή τα ξημερώματα με τα 6,6 Ρίχτερ πρόσθεσε δύο ακόμα νέους ανθρώπους στη μακρά λίστα των νεκρών, ενώ οι ζημιές στις υποδομές και τα σπίτια του νησιού είναι μεγάλες.
Και αυτός ο νέος μεγάλος σεισμός ήρθε να επιβεβαιώσει αυτό που είναι γνωστό και δεδομένο. Οτι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, στην οποία γίνεται ένας αρκετά ισχυρός σεισμός κάθε ενάμιση χρόνο, ενώ εκλύεται το 50% της σεισμικής ενέργειας της Ευρώπης, το να γίνει ένας μεγάλος σεισμός είναι κάτι απολύτως αναμενόμενο.
Διαχρονικό έγκλημα σε βάρος του λαού
Ομως, όσα έγιναν στη Λέσβο πριν από μερικές βδομάδες, όσα έγιναν στην Κω προχτές, όσα – μοιραία – ενδέχεται να γίνουν σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας στο μέλλον, φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο το ζήτημα της αντισεισμικής προστασίας και θωράκισης. Δηλαδή, εκείνα τα έργα που αφορούν την προστασία του λαού από φυσικές καταστροφές, τα οποία δεν είναι πρώτα στη λίστα των κυβερνήσεων, των περιφερειακών και δημοτικών διοικήσεων, επειδή, απλά, δεν αποφέρουν κέρδη στους μονοπωλιακούς ομίλους, σε αντίθεση με έργα βιτρίνας ή άλλες υποδομές, π.χ. αυτοκινητόδρομους που με τα διόδια ρέει διαρκώς χρήμα προς τους κατασκευαστικούς ομίλους.
Με αυτά τα δεδομένα, αποτελεί κυριολεκτικά έγκλημα η μη θωράκιση του λαού από τα φυσικά φαινόμενα, εν προκειμένω των σεισμών, ένα έγκλημα που συντελείται διαχρονικά από την πολιτική εξουσία, που υπηρετεί την ανάπτυξη για λογαριασμό των μονοπωλίων σε βάρος των έργων για την ικανοποίηση λαϊκών αναγκών. Πολύ περισσότερο που οι σεισμολόγοι αμέσως μετά το σεισμό, με δηλώσεις τους, έκαναν ξεκάθαρο ότι παρά την ένταση του σεισμού, όσα σπίτια ή κτίσματα είναι καινούργια δεν κινδυνεύουν.
Τα έργα αντισεισμικής θωράκισης δεν εξασφαλίζουν κέρδη για το κεφάλαιο και κατά συνέπεια δεν αποτελούν προτεραιότητα. Αυτό καταδεικνύεται και από τα διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΕ, τα οποία δεν κρίνουν ως «επιλέξιμα» τέτοια έργα, όπως και έργα αντιπλημμυρικής προστασίας, που επίσης είναι απαραίτητα. Με λίγα λόγια, ανθρώπινες ζωές, σπίτια, χώροι συνάθροισης της νεολαίας είναι στο έλεος του Εγκέλαδου. Δεν είναι μόνο τα έργα που δεν γίνονται, είναι και η μη τήρηση βασικών κανόνων, όπως κακοτεχνίες ή χτίσιμο πάνω σε μπαζώματα, που επίσης στοιχίζουν.
Εκατομμύρια κτίρια χωρίς σύγχρονες αντισεισμικές προδιαγραφές
Η ουσιαστική και ολοκληρωμένη αντισεισμική προστασία είναι αναγκαιότητα, τόσο στο χώρο εργασίας όσο και στην κατοικία. Ομως, τέτοια προστασία της ζωής των εργατικών – λαϊκών οικογενειών δεν υπάρχει. Ας δούμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
ü Από τις περίπου 14.500 σχολικές μονάδες σε όλη τη χώρα, οι 4.440 έχουν χτιστεί πριν από το 1959 και οι 3.880 έχουν χτιστεί πριν από το 1985, δηλαδή το 57,4% των σχολικών μονάδων χαρακτηρίζονται «γερασμένες», αφού έχουν χτιστεί χωρίς ή με ελάχιστες αντισεισμικές προδιαγραφές.
ü Από τις υπόλοιπες 6.180 που έχουν χτιστεί μετά το 1985, μόλις οι 3.050 έχουν χτιστεί με πιο αυστηρές αντισεισμικές προδιαγραφές, μετά το 1995.
ü Μέχρι σήμερα σε ελάχιστα κτίρια, και κυρίως σχολεία, έχουν γίνει οι αναγκαίες παρεμβάσεις ενίσχυσης.
ü Μετά το σεισμό του 1999, 429 σχολικές μονάδες στην Αττική, από τις 2.465 που ελέγχθηκαν, κρίθηκαν ακατάλληλες για χρήση. Ομως, μόνο ένα μικρό ποσοστό, μερικές δεκάδες, έχουν αποκατασταθεί, ενισχυθεί ή αντικατασταθεί.
Ακόμα κι αυτός ο στοιχειώδης προσεισμικός έλεγχος των σχολείων σταμάτησε το Μάρτη του 2010, εξαιτίας των περικοπών σε δαπάνες και προσωπικό, με αποτέλεσμα να αποξηλωθούν τα συνεργεία ελέγχων και να παγώσουν οι διαδικασίες. Και δεν είναι μόνο αυτό. Με την κατάργηση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων (ΟΣΚ) στο πλαίσιο καταργήσεων και συγχωνεύσεων φορέων του Δημοσίου, τους προσεισμικούς ελέγχους ανέλαβαν δήμοι, των οποίων οι πόροι έχουν περικοπεί, ενώ το προσωπικό τους μειώνεται. Θυμίζουμε, επίσης, ότι το 2012, με την ίδια λογική, καταργήθηκαν ή υπολειτουργούν οι Υπηρεσίες Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων και οι Τομείς Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων, που είχαν ως αρμοδιότητα τις διαδικασίες αποκατάστασης μετά από σεισμό.
Υπάρχουν, επίσης, εκτιμήσεις ότι το 50% των νοσοκομειακών κτιρίων, δηλαδή κάπου 300 ανεξάρτητα από στατικής πλευράς κτίρια, χρειάζονται λεπτομερέστερο έλεγχο ή και παρέμβαση. Ακόμα χειρότερη μπορεί να χαρακτηριστεί η κατάσταση στους χώρους δουλειάς. Ποιος δεν θυμάται τις περιπτώσεις της «Ρικομέξ», της «Φαράν» κ.ά. και το σεισμό της Αθήνας το 1999. Σε κάθε περίπτωση, το 80% των 4.000.000 κτιρίων της χώρας έχουν κτιστεί πριν το 1985, δηλαδή πριν τεθεί σε εφαρμογή ο σύγχρονος αντισεισμικός κανονισμός, και επομένως χρήζουν ελέγχων και ενισχύσεων.
Ομως, όπως είπαμε, τέτοια έργα σε πολύ μεγάλο ποσοστό δεν χρηματοδοτούνται από προγράμματα, όπως τα ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ. Τα έργα υποδομών και η πολιτική γι’ αυτά υπαγορεύονται από την καπιταλιστική ανάπτυξη, τους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς.
Υπάρχει και μια άλλη, εξίσου σοβαρή, πτυχή: Η έγκαιρη και ολοκληρωμένη αντισεισμική προστασία απαντά και σε ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα, της ανάπτυξης του κατασκευαστικού κλάδου. Η ανεργία στον κλάδο είναι τεράστια. Χιλιάδες οικοδόμοι αλλά και αυτοαπασχολούμενοι στις κατασκευές βρίσκονται ή ωθούνται στην ανεργία. Η ανάπτυξη έργων υποδομής υπέρ των λαϊκών αναγκών θα είχε θετικό αντίκτυπο και σ’ αυτόν τον τομέα.
Η αντισεισμική, αλλά και γενικότερα η θωράκιση από φυσικές καταστροφές, η ελαχιστοποίηση του σεισμικού κινδύνου, είναι υπόθεση λαϊκής πάλης. Αλλά πρέπει να είναι καθαρό ότι μόνο η εξουσία που δεν θα αντιμετωπίζει τη γη ως εμπόρευμα, αλλά ως κοινωνικό αγαθό που ανήκει σε όλο το λαό, που θα υλοποιεί προγράμματα λαϊκής στέγης, παρέχοντας στους εργάτες και τις οικογένειές τους ασφαλείς χώρους κατοικίας, εργασίας, άθλησης, ψυχαγωγίας, με Κεντρικό Σχεδιασμό, μπορεί να λύσει το πρόβλημα. Υποδομές δηλαδή στηριγμένες στην κοινωνική ιδιοκτησία και ενταγμένες στον Κεντρικό Σχεδιασμό. Μια πολιτική εξουσία και οικονομία που θα λειτουργούν με αποκλειστικό κριτήριο την κάλυψη των αναγκών και την προστασία όλης της κοινωνίας.