Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές του Συνεδρίου, Θεσμού πλέον στη χώρα μας, για την πρόσκληση να συμμετάσχω σε αυτό και να καταθέσω σκέψεις και θέσεις για το ζήτημα του δημοσίου χρέους.
Κυρίες και Κύριοι,
Το πρόβλημα της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους παραμένει κρίσιμης σημασίας για την πορεία της χώρας, παρά την διπλή αναδιάρθρωση και τη βελτίωση του «προφίλ» του από το 2012, την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2013 και τα βραχυπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσής του από το 2017.
Σχετικές ανησυχίες καταγράφονται στις τελευταίες εκθέσεις τόσο του ΔΝΤ, όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, παρά τις ευνοϊκότερες παραδοχές της τελευταίας.
Αποδεικνύεται έτσι ότι η δημοσιονομική ισορροπία και οι παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους συνιστούν αναγκαίες συνθήκες για την ενίσχυση της βιωσιμότητάς του, δεν αποτελούν όμως, από μόνες τους, και ικανές συνθήκες.
Και αυτό γιατί απαιτείται, συγχρόνως, η επίτευξη και διατήρηση υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.
Τι συνέβη όμως τα τελευταία 3 χρόνια και επιβαρύνθηκε σημαντικά η βιωσιμότητα του χρέους, σε σχέση με τις εκτιμήσεις των εταίρων το 2014;
Ουσιαστικά, κυρίως λόγω αυταπάτης και δημιουργικής ασάφειας, «χάθηκε» η αναπτυξιακή δυναμική που τότε είχε διαμορφωθεί.
Και συσσωρεύτηκε ένα κόστος πολλών δεκάδων δισ. ευρώ, όπως οι εταίροι επανέλαβαν και κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου.
Είμαστε ως χώρα, σύμφωνα με τις διεθνείς Εκθέσεις, η μοναδική – παγκοσμίως – αρνητική αναπτυξιακή έκπληξη.
Η οικονομία «κατρακύλησε» στην ύφεση το 2015-2016, και παρουσίασε ασθενική – πολύ χαμηλότερη από τις προβλέψεις – μεγέθυνση το 2017, διευρύνοντας το χάσμα με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο εκτιμώμενος μακροπρόθεσμος ρυθμός μεγέθυνσης, σύμφωνα με συγκρίσιμες μελέτες βιωσιμότητας του ΔΝΤ, συρρικνώθηκε σημαντικά, από το 1,9% στο 1%.
Συνεπώς, Κυρίες και Κύριοι, το ζητούμενο σήμερα είναι η επίτευξη διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης, ώστε να βελτιωθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, να δημιουργηθεί πολύτιμος δημοσιονομικός χώρος και να επιτυγχάνονται – χωρίς πρόσθετα μέτρα λιτότητας – πιο ρεαλιστικοί δημοσιονομικοί στόχοι.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτούνται:
1ον. Η αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής.
Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο και ιστορικά επιβεβαιωμένο ότι το μέγεθος της προσαρμογής και το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη βιωσιμότητά της.
Και αυτό γιατί συγκριτικά στοιχεία μεταξύ χωρών δείχνουν ότι πολύ υψηλά πλεονάσματα είναι ανέφικτα για μακρές χρονικές περιόδους, ειδικά σε χώρες που βίωσαν βαθιά και παρατεταμένη ύφεση και παρουσιάζουν υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας.
Ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή που στηρίζεται, κυρίως, στην αύξηση της φορολογίας των πολιτών, δεν οδηγεί σε διατηρήσιμα αποτελέσματα, επιβαρύνοντας υπέρμετρα την πραγματική οικονομία.
Η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την διαχρονική απώλεια εσόδων από την είσπραξη του ΦΠΑ, δηλαδή το κενό ΦΠΑ, το επιβεβαιώνει.
Επιβάλλεται συνεπώς η απλοποίηση και σταθεροποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και η σταδιακή μείωση των φορολογικών συντελεστών νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
2ον. Η υλοποίηση ενός συνεκτικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων, που θα εκτείνεται μετά το 2018.
Σχέδιο που θα βελτιώνει την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, διευρύνοντας την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών και βελτιώνοντας την παραγωγικότητα παραδοσιακών και νέων συντελεστών παραγωγής.
Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα οδηγήσει στην επίτευξη υψηλότερων ρυθμών μεγέθυνσης από τις σημερινές εκτιμήσεις των θεσμών.
Η οποία, με τη σειρά της, θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους, δίνοντας τη δυνατότητα για σταδιακή μείωση των δημοσιονομικών στόχων, αφού σύμφωνα με τις διεθνείς μελέτες, η αναλογία επίδρασής τους στο χρέος είναι 1,8:1.
Οι πιο ρεαλιστικοί δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτυγχάνονται πλέον μέσω της αυτοτροφοδοτούμενης αναπτυξιακής διαδικασίας, χωρίς τη λήψη πρόσθετων μέτρων λιτότητας.
Ενώ παράλληλα, ο δημοσιονομικός χώρος που θα δημιουργηθεί, θα χρησιμοποιηθεί, σταδιακά, για περαιτέρω μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Προσέξτε, μιλάμε για μία «ρήτρα μεταρρυθμίσεων» διαφορετική από τη «ρήτρα ανάπτυξης» στην οποία έχει συμφωνήσει η Ελληνική Κυβέρνηση, σύμφωνα με την οποία, όσο περισσότερο αυξάνει το εθνικό εισόδημα, τόσο μικρότερη ελάφρυνση χρέους θα απαιτείται από τους εταίρους.
3ον. Η ενίσχυση της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Με την αξιοποίηση των διαθέσιμων Ευρωπαϊκών κονδυλίων, την εκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου και τη σταδιακή εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης.
Αυτό που χρειάζεται είναι η εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης που θα επαναφέρει καταθέσεις στο τραπεζικό σύστημα και η ορθολογική αντιμετώπιση του υψηλού συσσωρευμένου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων.
4ον. Η υλοποίηση, το συντομότερο δυνατόν, ουσιαστικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του χρέους.
Όπως έχει συμφωνηθεί από το Νοέμβριο του 2012 αλλά μέχρι σήμερα, με ευθύνη και των δανειστών, δεν έχει υλοποιηθεί.
Δυστυχώς βέβαια, με βάση τις αποφάσεις του Eurogroup, οι αναγκαίες αυτές παρεμβάσεις θα υλοποιηθούν μετά τη λήξη του προγράμματος και στο βαθμό που αυτές κριθούν τότε αναγκαίες από τους θεσμούς, εκτιμάται δε ότι θα συνοδευτούν από κάποιον αυστηρό μηχανισμό επιτήρησης και εποπτείας.
Καθιστώντας, μαζί με τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα για μετά το 2018, το αφήγημα της Κυβέρνησης περί «καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια», άλλη μία αυταπάτη.
Βέβαια, η Κυβέρνηση προσπαθεί, με κάθε τρόπο, να φτιάξει ταμειακό απόθεμα, «στύβοντας» την πραγματική οικονομία.
Χρησιμοποιεί εις βάρος της ρευστότητας τις «κουτσουρεμένες δόσεις» του δανείου, επιβάλλει εσωτερική στάση πληρωμών, υπερφορολογεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις, προχωρά σε σχετικά ακριβές εκδόσεις χρέους όταν οι διαθέσιμοι από το πρόγραμμα πόροι, οι οποίοι δεν αντλούνται, προσφέρονται με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο.
Επιτόκιο των αγορών και spreads τα οποία όχι μόνο εξακολουθούν να είναι πολύ υψηλότερα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αλλά είναι και πιο ευμετάβλητα.
Αν υπήρχε αξιοπιστία, σοβαρότητα και υπευθυνότητα, εάν είχε υλοποιηθεί ένα συνεκτικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, εάν είχαν αναληφθεί ήδη πρωτοβουλίες για τη βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους και εάν η χώρα είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, τότε τα επιτόκια δανεισμού, με δεδομένο το ευνοϊκότερο ευρωπαϊκό περιβάλλον και την υψηλή διαθέσιμη ρευστότητα, θα ήταν χαμηλότερα και λογικά.
Όλα αυτά όμως απαιτούν μια άλλη μεταρρυθμιστική, σοβαρή, συνεκτική και αξιόπιστη Κυβέρνηση.